αιμοπετάλια

αιμοπετάλια
Μικρά απύρηνα κύτταρα, άχρωμα, στρογγυλά ή με σχήμα αμφίκυρτου δίσκου ή ατράκτου. Ο αριθμός τους είναι 250.000/mm3 αίματος ενώ η διάμετρός τους φτάνει έως τα 3 μικρά. Στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο φαίνεται ότι αποτελούνται από δύο τμήματα: το οαλομέριο και το κοκκιομέριο. Τα α. προέρχονται από γιγαντιαία κύτταρα του μυελού των οστών όλων των θηλαστικών που ονομάζονται μεγακαρυοκύτταρα. Τα μεγακαρυοκύτταρα έχουν οξύφιλο πρωτόπλασμα με λεπτά κοκκία και πολυβόλο πυρήνα. Σήμερα πιστεύεται ότι τμήματα των κυττάρων αυτών αποσπώνται κατά μήκος ενός διαχωριστικού ορίου κοντά στο ενδοπλασματικό δίκτυο και μπαίνουν στην κυκλοφορία ως α. Τα α. έχουν πολύ σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της αιμόστασης και στον μηχανισμό πήξης του αίματος. Περιέχουν σεροτονίνη που είναι ουσία με ισχυρές αγγειοσυσταλτικές ιδιότητες. Επίσης, σε περίπτωση βλάβης ή ρήξης των αγγείων, ελευθερώνουν παράγοντες απαραίτητους για την πήξη του αίματος και τον σχηματισμό θρόμβων. Σε περίπτωση ελάττωσης ή έλλειψης των α. προκαλείται αιμορραγική διάθεση στον οργανισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιματοκρίτης — Όρος που δηλώνει την κατ’ όγκο σχέση των έμμορφων στοιχείων του αίματος προς το πλάσμα του και εκφράζεται σε επί τοις εκατό αναλογία ανά κ. εκ. αίματος. Επειδή τα έμμορφα στοιχεία του αίματος, όταν εκτιμούνται σε όγκο, αντιπροσωπεύονται σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • θρομβοαντίσωμα — το (βιοχ.) αντίσωμα που μπορεί να καταστρέψει ή να συγκολλήσει τα αιμοπετάλια …   Dictionary of Greek

  • θρομβοκυτταρολυσίνη — η (βιοχ.) αντίσωμα που περιέχεται σε μη φυσιολογικό αίμα και μπορεί να καταστρέψει τα αιμοπετάλια …   Dictionary of Greek

  • θρομβοσθενίνη — η (βιοχ.) ουσία που περιέχεται στα αιμοπετάλια και η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στα φαινόμενα πήξης τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombosthenin < thrombo (πρβλ. θρόμβος) + sthen (πρβλ. σθένος) + in] …   Dictionary of Greek

  • ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… …   Dictionary of Greek

  • λεκιθινάση — η (βιοχ.) ένζυμο τού παγκρεατικού υγρού, το οποίο προέρχεται από αιμοπετάλια και το οποίο υδρολύει τις λεκιθίνες κατά την πέψη μέσα στο έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecithinase < lecithin (< lecith < λέκιθος + κατάλ. in) + …   Dictionary of Greek

  • μεγακαρυοκύτταρο — το ανατ. πολύ μεγάλο κύτταρο τού μυελού τών οστών, από το οποίο παράγονται τα αιμοπετάλια …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • προθρομβίνη — η, Ν (βιοχ.) σύμπλοκο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης τού πλάσματος τού αίματος και βασικός παράγοντας τού πηκτικού μηχανισμού του, το οποίο συντίθεται στο συκώτι με τη συνδρομή τής βιταμίνης Κ και το οποίο, από προθρομβινάση, μετατρέπεται σε θρομβίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”