αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιματοκρίτης — Όρος που δηλώνει την κατ’ όγκο σχέση των έμμορφων στοιχείων του αίματος προς το πλάσμα του και εκφράζεται σε επί τοις εκατό αναλογία ανά κ. εκ. αίματος. Επειδή τα έμμορφα στοιχεία του αίματος, όταν εκτιμούνται σε όγκο, αντιπροσωπεύονται σχεδόν… … Dictionary of Greek
θρομβοαντίσωμα — το (βιοχ.) αντίσωμα που μπορεί να καταστρέψει ή να συγκολλήσει τα αιμοπετάλια … Dictionary of Greek
θρομβοκυτταρολυσίνη — η (βιοχ.) αντίσωμα που περιέχεται σε μη φυσιολογικό αίμα και μπορεί να καταστρέψει τα αιμοπετάλια … Dictionary of Greek
θρομβοσθενίνη — η (βιοχ.) ουσία που περιέχεται στα αιμοπετάλια και η οποία παίζει σημαντικό ρόλο στα φαινόμενα πήξης τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombosthenin < thrombo (πρβλ. θρόμβος) + sthen (πρβλ. σθένος) + in] … Dictionary of Greek
ινωδογόνο — Πρωτεΐνη που περιέχεται στο πλάσμα του αίματος, ανήκει στην ομάδα των σφαιρινών και συντελεί στην πήξη του αίματος. Επίσης, το ι. περιέχεται και σε μεγάλο αριθμό υγρών του σώματος, όπως για παράδειγμα η λέμφος. Έχει μοριακό βάρος περίπου 350.000… … Dictionary of Greek
λεκιθινάση — η (βιοχ.) ένζυμο τού παγκρεατικού υγρού, το οποίο προέρχεται από αιμοπετάλια και το οποίο υδρολύει τις λεκιθίνες κατά την πέψη μέσα στο έντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lecithinase < lecithin (< lecith < λέκιθος + κατάλ. in) + … Dictionary of Greek
μεγακαρυοκύτταρο — το ανατ. πολύ μεγάλο κύτταρο τού μυελού τών οστών, από το οποίο παράγονται τα αιμοπετάλια … Dictionary of Greek
πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
προθρομβίνη — η, Ν (βιοχ.) σύμπλοκο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης τού πλάσματος τού αίματος και βασικός παράγοντας τού πηκτικού μηχανισμού του, το οποίο συντίθεται στο συκώτι με τη συνδρομή τής βιταμίνης Κ και το οποίο, από προθρομβινάση, μετατρέπεται σε θρομβίνη … Dictionary of Greek